22
Μαρ.
15

Μάης Δεσμώτης

Στις φτηνής υπεραξίας τα σοκάκια
αλκοόλ διαλύεται από της μοναξιάς τον πάγο
προβάλλοντας τα ψευδό-ένστικτα των πελατών.

Στα ματωμένα πεζοδρόμια της οδού Βερανζέρου
χύνεται αγιασμός από τα φρεάτια στην αποχέτευση
και ο φόβος γονατίζει το ακλόνητο «εγώ».

Στις επιθανάτιας αγάπης τα συμβόλαια κλείνουν οι παρενθέσεις
γεμάτα υγρασία υπόγεια τα μαιευτήρια, και η μοναξιά του βιαστή
μετά την εκσπερμάτωση.

Μέσα απ’ τα σπλάχνα τα άσπλαχνα που από ζωή είναι φτωχά
παλεύει
Απ’ τις μακάβριες εσχατολογίες σοφών ευνούχων
ελευθερώνεται
Απ’ τη υλιστική διάρροια των ματαιόδοξων
απαλλάσσεται

Κάθε βράδυ κάτω από την λάμπα του δρόμου, εμφανίζεται μια γνώριμη μορφή.
Σε αυτή τη μορφή μιλάει κάθε μέρα και αυτός.
Και τούτα εδώ αυτή η όψη του τα μαρτύρησε.

Μέχρι οι σκιές να βγουν στην επιφάνεια, να γίνουν ένα με το είναι
η τέχνη θα βρωμάει ορθολογισμό.

06
Ιον.
13

Ο μύθος του κυρίου Κάππα

Θαρραλέος εις την παρουσία των στραβών της κοινωνίας

δυσαρεστείται και παρρησία κατακρένει

.

Επιπληττόμενος για τούτο από τους ανόητους

και από τους πλάνους ερεθίζεται και αποστομώνει

.

Επειτα καταδιωκόμενος, εξεγείτεται

.

Στεναχωρεμένος, μεγαλώνει χτυπά θραύει

.

Εμφορείται από θεία οργή και

δεν υποχωρεί παρά εις την

ανώτερη άγρια δύναμη

.

Μωροί υπέρμαχοι της στασιμότητας

φονεύσετε αν θέλετε τον καινοτόμο,

αλλά να ξέρετε ότι,

ο φόνος του καινοτόμου είναι

η εγκαινίαση των βασανισμών

.

Προσκαλείται σε τιμητικό αξίωμα

και με λυγμούς κραυγάζει:

«Ζητώ να φαίνομαι χειρότερος»,

όταν βρίσκεται με φίλους πασχίζει

να γίνεται δυσάρεστός

.

Ηρεμος, γλυκότροπος έτοιμος

να υποταχθει έτοιμος

να ευχαριστήσει, με

όλα όσα ο ωκεανός του χάρισε.

.

Λένε πως να υποχρεώσει προσπαθεί

με τις εγκάρδιες ευγενικές περιποιήσεις

νομίζουν ότι αρέσκεται στην κολακία

ακριβως επειδή τα φερσίματα του τα μιμείται ο κόλακας

.

Είναι ατυχής στις σχέσεις με τους άλλους

είναι ευτυχής στις σχέσεις του με τον εαυτό του

και ο εαυτός του είναι Κόσμος και εκείνος και κόσμος

περισσότερου ενδιαφέροντος και περισσότερης αξίας

.

Ανθρωπος της στιγμής

οφελήσου από τον άνθρωπο της στιγμής,

εις τη στιγμή

Αλλιώς τον έχασες

.

Ωρες ώρες τον πνευματώδη επαγγέλεται

έτσι για να τους τη σπάει, να δει

μέχρι πότε θα χειροκροτάνε ή γελώντας τον σαρδόνιο γέλωτα

θα τον υπομένουν, γιατί,

un sot trouve toujours un plus sot qui l’admire

.

Αν οργισμένο τον εδείς με τίποτα να μην τον ενοχλίσεις

μήτε για να του πείς καλημέρα

είναι μπαρούτι που ψάχνει τη σπίθα του

.

Μείνε μακριά μου υποκριτή

όλα τα είδη της αρετής τα προσποιείται ο υποκριτής

είσαι υποκριτή ηθοποιός, φύσει ηθοποιός μέσα στον κόσμο

σπανίως αστιεύεσαι, σπανίως χορεύεις

.

Απλός είναι και διαφανής

για να τον βλέπετε μέσα και έξω

.

Επιθυμεί τους ανθρώπους ευτυχείς

και η δυστυχία του καθενός είναι δικιά του δυστύχία

Μονάχα όταν ξεκουράζεται, σκέφτεται:

«κρίμα και καταισχύνη για την ανθρωπότητα που οδηγεί τέτοιους ανθρώπους στο κώνειο ή την κρεμάλα»

.

Λυπάται όταν η αγαπημένη του

γίνεται τύραννος του

η σύντροφος του

δεσμοφύλακας

.

Ηταν έγκλημα για’κείνη, κάθε αθώα

του ευγένεια προς άλλη οιανδήποτε δεσποινίδα

.

Κι όμως μέσα απο τούτο κυλούσε

μιαν υπέρμετρή μέριμνα της για’κείνον

αιώνια και αδιάκοπή, το πιό μελωδικό

καδριοχτύπι

.

Ω, μια τέτοια συντρόφισσα

θα ήταν θησαυρός για κάποιον,

αρκεί να γνώρίζε να οφελείται

από την αγάπη της

.

Πίκρα λαμβάνει όταν φεύγεις

ευχαρίστηση όταν σε δέχοται

κενό το σπίτι κενή και η καρδιά

όταν αποχωρείς

.

Καμιά φορά μεθάω

ανάξιος της ανθρώπινης μορφής μου

κτηνώδη τρομερή μου ύπαρξη

ξεγλυστράς και συ από το βούρκο

της ματαιότητας μου

.

Στων νοικοκυραίων τα μαντριά

πάντα τούτο κάνει, βλαστημάει

τι κτηνωδία, τα ιερότερα της ανθρωπότητας

για’κείνους: θεό και οικογένεια,

συγχωρέστε με

.

Αφηρημένος,

γδύνεται για να κοιμηθεί και

βυθίζει το ρολόι του μέσ’την λεκάνη

την αυγή σαστίζει πως στο διάολο το ρολόι

είναι μέσ’την σαπουνάδα

Βγαίνει να ψωνίσει μα έχει στο νου του

την Παρισινή Κομμούνα του 1871,

περνάει από την αγορά χωρίς να την προσέξει

.

Συχνα τρώει συχάντερα και αποτρόπαια

Ασυνεπείς και ασυνάρμοστα συμπλεκόμενες

οι ομιλίες του,

όλα όσα σας παρασταίνει εσάς ο ύπνος

τα βλέπεται σε πράξη από κείνον

.

Εχω στη φαντασία μου Κόσμο δικό μου

μέσ’τον οποίο υπάρχω, το πνεύμα γίνεται σώμα

Ανθρωποι όμως σαν και’μένα, σαν και’μάς είμαστε ξένοι

σε αυτόν τον κόσμο

Και μέσ’τις ακροβασίες μας γινόμαστε και παράξενοι

και στους εαυτούς μας επιζήμιοι

.

Μη προσπαθήσετε να μας μιμηθείτε

01
Ιον.
13

ρεαλίσμους

 

σε ακούω

με αυτιά ονείρου

εκεί μονάχα,

μου μιλάς

.

έγινε μαλακία

χωρίς φωνή,

μιλάμε

.

29
Μάι.
13

καλύτερα να μείνει χωρίς τίτλο

Είμαι ο θάνατος

ενσαρκωμένος,

είμαι αυτό που φοβάσαι

είμαι όλα αυτά που φοβάμαι

και τίποτα παραπάνω

.

Σαν ύπαρξη για να υπάρχω

είμαι προορισμένος

και οφείλω να πεθάνω

αντί να σκέφτομαι

το θάνατο

.

Όσο μακριά και αν μπορέσουμε να συνοδέψουμε τον άλλον στον θάνατο του

αυτός ο τελευταίος μας ξεφεύγει αμετάκλητα

.

Να γιατί όταν κλαίμε τους νεκρούς, κλαίμε στην πραγματικότητα για μας τους ίδιους,

είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε μόνοι μας

.

Είναι και ο θρήνος ένας μικρός θάνατος

μιά σχετική ασυνέχεια της χρονικότητας

έχεις ταυτοχρονα πεθάνει και επιβιώσει

του ίδιου του θανάτου σου

.

Είναι αλήθεια ο θάνατος

αληθινή και η απώλεια

.

Ίσως ο θάνατος του άλλου

να μας συγκινεί περισσότερο απ΄το δικό μας

γι’αυτό και εύκολα πεθαίνουμε για τον άλλο

.

Σίγουρα όμως δεν πεθαίνουμε για τον άλλο

απλά καθυστερούμε λιγάκι το χρόνο,

καθυστερούμε

.

Το σώμα κατακτά την αλήθεια του

μόνον όταν βρεθεί το ίδιο μέσα στο απόλυτο άλγος

.

Αυτό είναι το πένθος°

μιά εμπειρία συνπαρουσίας μου μαζί σου

στην πνευματική ενσωμάτωση, εκεί

που όλα τα βάσανα ονομάζονται αρετές

.

Λένε για τον άνθρωπο

πως η ζωή είναι μικρή

και είναι, για τους μικρούς

και κάθε θάνατος πρώιμος,

και είναι, για τους πρώιμους

.

Ο χρόνος μας είναι

ένα παιδί που παίζει

μετακινώντας τα πίονια:

η βασιλεία ενός παιδιού

.

Η ζωή θα’ ναι για πάντα

η ερωμένη του θανάτου

19
Μάι.
13

Φόβου Μονόλογος

Φοβάμαι τους ανθρώπους°

φοβάμαι τους πτωχούς τω πνεύματι

και τους καλούς σαμαρείτες

τα δάκρυα χαράς απ΄τις

κομματιασμένες κλειτορίδες.

 

Φοβάμαι την απόλαυση

που οδηγεί στα κρεματόρια

της λήθης, την εξουσία των Νεκρών

το χρώμα της δουλείας

τα ασπρόμαυρα μυαλά και τους κουβαλητές τους.

 

Πιο πολύ φοβάμαι, τους φοβισμένους°

φοβάμαι που τι φοβούνται δε γνωρίζουν, γιατί

στου φόβου εκπαιδεύτηκαν την κατανάλωση.

 

Φοβάμαι ότι θα έρθει, ότι είναι

και ότι υπάρχει, φοβάμαι που η φαντασία μου

τη σκέψη αντιγράφει.

 

Φοβάμαι του χάους την ουρά

που, που και που με μαστιγώνει

φοβάμαι τη ζωη μα πιο πολύ το θάνατο

ή μηπως είν’ το ανάποδο.

 

Φοβάμαι και μισώ τον ίδιο μου

τον εαυτό, που άνθρωπος γεννήθηκα

και άνθρωπος θα πεθάνω.

08
Μάι.
12

τότε και τώρα

μείον άπειρο

μείον άπειρο και ένα

μείον άπειρο και πέντε

μείον άπειρο και εννέα

μείον άπειρο και δεκαεπτά

μείον άπειρο και εικοσιένα

μείον άπειρο και εικοσιπέντε

μείον άπειρο και εικοσιεννέα

μείον άπειρο και τριανταεπτά

μείον άπειρο και τριανταεπτά

                   .

                   .

                   .

μείον άπειρο και όλα τα ποσά

που στέκονται στους άξονες

                   =

           μείον άπειρο

 

Καταναλώνω μηδέν απ’το μηδέν

το άπειρο ξανά να προσεγγίσω.

Αυτή η συνάρτηση θα’χει το πρόσημο

του εγκλεισμού και της καθήλωσης.

Διότι μονάχα στο μηδέν 

απομονώνεται η ανάγκη, ανάγκη που

οι τέσσερεις διαστάσεις προβοκάρουν

ανάγκη έρωτα και αυτονομίας

η τέλεια διαίρεση.

Είναι ένα μέσο

μα’γω σκοπό δεν έχω

στέκω αυστηρός το άπειρο να προσδοκώ,

 

μιαν άμορφη μεταθανάτια εικόνα

 

ξεχνώντας το μηδέν.

07
Μάι.
12

τριάντα τετάρτου

Με’στο σκοτάδι με μάτια ανοιχτά

περνώ τα σύνορα , δρόμος φωτός

μα’κει τα κλείνω δεν έχω δύναμη καμιά

στο φως, αλήθεια, νιώθω πιο νεκρός

 

Ο πρώτος θάνατος, μακρύς, μοναχικός

και ο ομφάλιος λώρος να μη με τρέφει πια

στο φως ουρλιάζουν μα εγώ κινούμαι σιωπηλός

πανηγύρι παρδάλο, απούσα η χαρά.

 

Παλινδρομώ μέσα στου κόλπου τα στενά

και σαν τον κλέφτη στην σπηλιά υποχωρώ

καρδιά μονάχα τώρα μια χτυπά

γι’αυτό το φως αρχίζω να’διαφορώ.

 

Πέφτω και αδύναμος γλυστρώ

εκεί που κατοικούν τα αγνωστά

κλαίω και αφαιρετικά παραλληρώ

σε βάλτο αστικό έτσι ήταν να’ρθω ξαφνικά

 

Με έναν θόρυβο φωνή, σχεδόν πολεμικά

καλοσορίζω τον άλλον μου εαυτό

μέσα στα αίματα το στήθος αγκαλία

πεινώ, κρυώνω και πονώ.

 

Φως τεχνητό

θεού φανταστικού

και η γάτα του Schrödinger

από το κάτω ράφι

με χαιδεύει στοργικά.

04
Απρ.
12

ημιτελές

 

Ναρκο-ψυχεδελιάζω και κάνω σαμποτάζ
σε «χωρικές» και μη συνμαντρώσεις,
βάζω ενέχυρο την πέτρα μου για λίγα γραμμάρια ιδεών
και τη ζωή μου για μερικά κόκκινα βαμμένα μάρμαρα,
στήνω παρτούζες με random νοσταλγούς,
των κυριακάτικων μικροαστικών μεσημεριών
στα μακ-ντοναλντς της Πεντέλης και στις ψησταριές του κατοχικού συνδρόμου

η πράξη απλός συντελεστής σε φορντική συνάρτηση
και η θεωρία ξερασμένη σε γωνίες
όπου το μόνο που θυμίζει ότι κάποτε υπήρχαν κάποιοι εδώ
είναι η μυρουδιά από τα κάτουρα και τις ακαθαρσίες.

13
Νοέ.
11

10 Νοέμβρη

Η μοναξιά κατοικεί στις πολυσύχναστες λεωφόρους των παθών
στις φωτεινές επιγραφές των καταστημάτων που
προκαλούν αναβοσβήνοντας
στις πληρωμένες απολαύσεις και τις σιωπηλές τιμωρίες.

Η μοναξιά παρκάρει στο εμπορικό κέντρο, Επίπεδο 3
φωλιάζει στις αποθήκες των αγαθών καταμετρά το εμπόρευμα
ενημερώνει τον υπεύθυνο ξεπακετάρει και διαλέγει
καρτελάκια με τις τιμές.

Η μοναξιά του ενός διασκεδάζει τη μοναξιά του άλλου
κουφή,..μαλακή σαν πορφυρό βελούδο.
Πρεσβευτής του αιώνιου σκότους.
Τα μάτια κλείνουν χωρίς να το καταλάβουμε.

Η μοναξιά ντύνεται με την αύρα τις ομίχλης
χορεύει στις όχθες του Στύγα
καθώς οι νιόνεκροι κατέρχονται εκ των ουρανών,
χαρούμενοι και απορημένοι.

Σ’ ακούω μόνο όταν μιλάω εγώ.
Σε νιώθω όταν ελέγχεις την καρδιά μου
Σε βλέπω όταν μου κλείνεις τα μάτια.
Σε σκέφτομαι μα δεν αντιδράς.

Η μοναξιά δεν μιλάει πότε γιά κείνη
Η μοναξιά δεν μιλάει πότε.
Μονάχα κλείνει τα μάτια.
Μονάχα κλείνει τα μάτια.

28
Ιαν.
10

χωρίς τόνο

Αφοδευση,

προιον,

εσωτερικων δεδομενων μνημονικον,

εκφραση χυδαιου,

νεου και ωραιου,

αεναη αποδειξη ζωης

και ξαναμασημενης τροφης,

δευτερη ηδονη και

δευτερη καταστολη,

πληθωρας ζωηφιων κατοικια,

ενοικιο η ατερμονη λαιμαργια.

Σφοδρο,γοργο,

ανοργανοτη κατανομη ευρυθμη

και με σκοπο,

μουσικη απαγορευμενη,

στα σφαγεια της μεταμοντερνοποιησης φυλακισμενη..

Εννοιοτε εξαναγασμενη,

τρομακτικο…για μερες δεσμευμενη.

Σιγανα που τραγουδα,

μα ολοι κλεινουνε τα’φτια.

Σιγανα που εκλιπαρει,

για λυτρωση αυτη,

αφοδευση,

αφο…




Follow Philosophy of the K on WordPress.com